- σκινδαψός
- σκινδαψόςa four-stringed musical instrumentmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκίνδαψος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών αναρριχητικών ποωδών φυτών τών θερμών περιοχών κυρίως τής νοτιοανατολικής Ασίας, με 50 περίπου είδη, αλλ. πόθος … Dictionary of Greek
σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… … Dictionary of Greek
σκινδαψοῖο — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψοί — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψοῦ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψούς — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψῷ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκινδαψόν — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδαψός — κινδαψός, ὁ (Α) 1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί». 3. τετράχορδο μουσικό όργανο 4 … Dictionary of Greek
σκινδαψίζομαι — Α [σκινδαψός] μιλώ μεταχειροζόμενος σκινδαψούς, δηλαδή λέξεις χωρίς σημασία … Dictionary of Greek